Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογιτής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών. Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις) το 662 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του
Άγιος Ευγένιος Ο Τραπεζούντιος
Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), οι Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας, προσπάθησαν να προφυλαχθούν στα όρη. Συνελήφθησαν όμως και διατάχθηκαν ν' αρνηθούν το Χριστό. Εκείνοι απάντησαν γενναία, ότι δεν Τον αρνούνται, και τότε τους εξόρισαν στο φρούριο της Πιτυούντος των Λάζων. Η φυλακή δεν μπόρεσε να δαμάσει το φρόνημα τους. Τους έφεραν λοιπόν και πάλι στην Τραπεζούντα, όπου με υποσχέσεις και απειλές, προσπάθησαν να τους σύρουν στην ειδωλολατρεία. Η αποτυχία, όμως, εξόργισε τον έπαρχο Λυσία και διέταξε να τους βασανίσουν σκληρά. Πρώτα τους γύμνωσαν, και άνδρες δυνατοί με μαστίγια από νεύρα βοδιών, καταξέσχισαν τις σάρκες τους. Έπειτα έμπηξαν σιδερένια νύχια στα σώματα τους και άνοιξαν βαθειές πληγές στα πλευρά τους. Κατόπιν με αναμμένες λαμπάδες, έκαψαν τις ματωμένες πληγές τους. Τελικά θανατώθηκαν (292 μ.Χ.) με αποκεφαλισμό, αφού έμειναν άσειστοι και νικηφόροι στην πίστη τους.