Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Συναξάριον τῆς 14ης Ἰανουαρίου


Οι Άγιοι Τριάντα Τρεις Πατέρες εν Ραϊθώ αναιρεθέντες

Δύο μέρες μακριά από το όρος Σινά, προς την Ερυθρά θάλασσα, ήταν η έρημος της Ραϊθού, στο εσωτερικό της οποίας ζούσαν χριστιανοί αναχωρητές. Ήταν δε συγκεντρωμένοι πάνω σ' ένα όρος. Αλλά την ίδια μέρα (κατ' άλλους την 22α Δεκεμβρίου), που έγινε η σφαγή των πατέρων στο όρος Σινά, οι βάρβαροι αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν και τους πατέρες που βρίσκονταν στην έρημο της Ραϊθού. Ο ηγούμενος της Μονής, Παύλος, ο οποίος θεωρείται ότι καταγόταν από την πόλη των Πατρών, μόλις είδε τον κίνδυνο, συγκέντρωσε τους αδελφούς όλους μέσα στο ναό και τους απηύθυνε λόγια γενναία και συγκινητικά. Τους θύμισε ότι σκοπός της ζωής τους είναι ο Χριστός και η Βασιλεία Του. Οτι γι' αύτήν ήταν όλες οι προσευχές, οι μελέτες, οι πόθοι και τα έργα τους. Και ότι τώρα τους παρουσιάζεται λαμπρότατη ευκαιρία ν' αποκτήσουν τα ωραιότερα στεφάνια, χύνοντας και αυτό το αίμα τους για τον μισθαποδότη Κύριο τους. Τους παρεκίνησε επίσης να ευχηθούν, ακόμα και γι αυτούς τους δυστυχισμένους που θα τους σκότωναν. Οι πατέρες συμφώνησαν με τα λόγια αυτά, και όλοι μαζί προσευχήθηκαν. Μόλις τελείωσαν την προσευχή τους, μπήκαν στο μοναστήρι οι βάρβαροι και έσπειραν παντού το θάνατο.
Τις σφαγές αυτές και τις αναιρέσεις διηγούνται ο μακάριος Νείλος ο Ασκητής, ο οποίος είχε διατελέσει έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αμμώνιος μοναχός στη Διήγησή του, καθώς και ο Αναστάσιος μοναχός ο Σιναΐτης κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Αρχικά η μνήμη τους εορταζόταν στις 28 Δεκεμβρίου, επικράτησε όμως να εορτάζεται σήμερα.


Οι Άγιοι Τριάντα Οκτώ Πατέρες εν Σινά αναιρεθέντες

Οι Άγιοι αυτοί Πατέρες ζούσαν μέσα στις σπηλιές του όρους Σινά την αγία μοναχική ζωή (κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.). Αλλά η ευσεβής ζωή τους ταράζεται ξαφνικά μια μέρα, με τρόπο άγριο και αιματηρό. Στίφη βαρβάρων, που λυσσούσαν κατά της χριστιανικής πίστης, φάνηκαν στις κατοικίες των χριστιανών αναχωρητών. Στην εμφάνιση αυτή οι Άγιοι ταράζονται στην αρχή. Συνέρχονται, όμως, αμέσως και μπροστά στη σφαγή και το θάνατο δείχνουν θαυμαστή ανδρεία και αφοβία. Δεν αρνείται κανένας την πίστη του. Οι βάρβαροι τους σφάζουν μέσα στις καλύβες και τους κήπους τους και αυτοί πεθαίνουν προσευχόμενοι, ψάλλοντας ύμνους, δοξολογίες και ευχαριστίες στο θεό. Και όπως θα έλεγε ο θεοκίνητος Απ. Παύλος, «τον καλό αγώνα της πίστης αγωνίστηκαν, το δρόμο τους τελείωσαν και την πίστη τους μέχρι θανάτου έτήρησαν». Από τα φονικά σπαθιά διεσώθησαν δύο Άγιοι, ο Σάββας και ο Ησαΐας, οι οποίοι και έθαψαν τους φονευθέντες και διηγήθηκαν τα σχετικά με αυτούς. (Αρκετά από τα ονόματα των πιο πάνω Οσιομαρτύρων Πατέρων βλέπε και 4η Διακαινησίμου στο Συναξάρι του Πεντηκοσταρίου).


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ραϊθῶ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγώσιν ἱεροὶς ἰδρώσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατήρα, πνευματικῶς προτίθενται ἠμίν, ἐξ οὐ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.





Η Αγία Νίνα, η Ισαπόστολος

Η Αγία Νίνα (ή Νίνω) γεννήθηκε στην Καππαδοκία, όπου κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί και φέρεται ως συγγενείς του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Ο πατέρας της, Ζαβουλών, ευσεβής και φημισμένος στρατιωτικός, πριν ακόμα νυμφευθεί, είχε φύγει από την πατρίδα του Καππαδοκία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό. Η μητέρα της, Σωσάννα, ήταν αδελφή του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου. Ο πατέρας της, φλεγόμενος από αγάπη προς τον Θεό, έγινε, με την συγκατάθεση της συζύγου του, μοναχός στην έρημο του Ιορδάνη. Η μητέρα της Αγίας Νίνας τοποθετήθηκε ως διακόνισσα στο Ναό της Αναστάσεως. Την Αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, για να την αναθρέψει.

Όταν η Αγία Νίνα μελετούσε το Ευαγγέλιο και έφθασε στο κεφάλαιο που έγραφε για την σταύρωση του Κυρίου, ο λογισμός της σταμάτησε στον χιτώνα του Χριστού. Αναρωτήθηκε που αν βρίσκεται άραγε η επίγεια πορφύρα του Υιού του Θεού. Της είπαν, λοιπόν, ότι κατά την παράδοση, αυτή φυλασσόταν στην πόλη Μιτσχέτη της Ιβηρίας (Γεωργίας). Τη μετέφερε εκεί ο ραβίνος της πόλεως που ονομαζόταν Ελιόζ, ο οποίος την είχε παραλάβει από το στρατιώτη που την κέρδισε στην κλήρωση κάτω από τον Σταυρό. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά της. Και παρακάλεσε την Θεοτόκο να την αξιώσει να πάει στην Χώρα των Ιβήρων, για να προσκυνήσει τον χιτώνα του Υιού και Θεού της. Η Παναγία άκουσε την προσευχή της και εμφανίσθηκε στον ύπνο της Αγίας. Την προέτρεψε να πάει στην Ιβηρία να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού και της πρόσφερε ένα Σταυρό από κληματόβεργες, που θα ήταν η ασπίδα και ο φύλακάς της. Η Αγία ξύπνησε και είδε στα χέρια της το θαυμαστό Σταυρό. Τον ασπάσθηκε, έκοψε μια κοτσίδα από τα μαλλιά της, την έπλεξε στον Σταυρό και πήγε να συναντήσει αμέσως το θείο της Επίσκοπο Ιουβενάλιο. Εκείνος διέκρινε το θέλημα του Θεού και της έδωσε την ευχή του. Έτσι μετά από εντολή της Θεοτόκου, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Γεωργία, περί τον 3ο Αιώνα μ.Χ. Η αποστολική της δράση και το χάρισμα της θαυματουργίας οδήγησαν τους βασιλείς της Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) και Νάνα στην αλήθεια του Χριστού.


Η Αγία βρήκε τον τόπο, όπου είχε εναποτεθεί ο χιτώνας του Χριστού, στον κήπο των ανακτόρων και εκεί ανήγειρε το Ναό του Αγίου Στύλου.



Η Αγία Νίνα κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη και ο Θεός την δόξασε διατηρώντας το τίμιο λείψανό της άφθαρτο.

Ἀπολυτίκιον  
Ήχος πλ α' . Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον' όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν' ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.




Όσιος Σάββας πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτωρ Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου


Ο Όσιος Σάββας έζησε στα τέλη του 12ου αιώνα και στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. Ήταν δευτερότοκος γιος του ηγεμόνα της Σερβίας Στεφάνου Α' Νεμάνια (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται Νεεμάν) και της πριγκίπισσας Άννας. Το λαϊκό του όνομα ήταν Ρέσκο. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη συμπάθεια στις χριστιανικές αρετές και σε ηλικία 17 χρονών πήγε στο Άγιο Όρος, όπου με συγκατάθεση του βασιλιά πατέρα του έγινε μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου και μετονομάστηκε Σάββας. Αργότερα, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ήλθε εκεί και ο βασιλιάς πατέρας του, Συμεών. Το βασιλικό παράδειγμα ακολούθησαν και άλλοι Σέρβοι ιδιώτες. Έτσι, περί το 1195, κτίστηκε η Σέρβικη Μονή Χιλιανδαρίου, με πρωτοβουλία του οσίου Σάββα. Στην εποχή του βασιλιά Θεοδώρου Λασκάρεως, ο όσιος Σάββας εστάλη από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στη Νίκαια για σπουδαίες υποθέσεις της. Τα προσωπικά όμως χαρίσματα του Όσιου έκαναν μεγάλη εντύπωση στον βασιλιά και τον Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να δεχτεί το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Σερβίας. Οι Σέρβοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Πράγματι ο όσιος Σάββας, εκτέλεσε τη διακονία του με θαυμαστό ζήλο. Υπήρξε ελεήμονας, αφιλοχρήματος και ανακούφιζε τους φτωχούς. Αργότερα ξαναπήγε στο Άγιο Όρος, από κει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και ξαναεπέστρεψε στη Σερβία για να στηρίξει την πίστη των ομοεθνών του. Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεόν, κοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το έτος 1236. Το ιερό λείψανό του βρέθηκε άφθορο, αλλά κάηκε το έτος 1594 από τον Σινάν πασά στο Βελιγράδι.